χριστόψαρο

χριστόψαρο
το
είδος ψαριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χριστόψαρο — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Zeus faber, αλλ. αγιόψαρο και σανπιέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • αγιόψαρο — το το χριστόψαρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + ψάρι] …   Dictionary of Greek

  • σαμπιέρος — ο είδος ψαριού, το χριστόψαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”